ἀλκήεις

ἀλκήεις

ἀλκήεις, εσσα, εν, stark, muthig, Pind. ἀλκᾶντες Ol. 9, 72; P. 5, 71; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 71. 1, 91; auch H. h. 28; ὀϊστοί Damag. 2 (VI, 277).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλκήεις — ἀλκήεις, εσσα, εν (Α) [ἀλκή] 1. γενναίος, πολεμικός, θαρραλέος 2. στιβαρός, δυνατός, ισχυρός 3. καρτερικός, ανθεκτικός …   Dictionary of Greek

  • ἀλκήεις — valiant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντα — ἀλκήεις valiant neut nom/voc/acc pl ἀλκήεις valiant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντας — ἀλκήεις valiant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντες — ἀλκήεις valiant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντι — ἀλκήεις valiant masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεντος — ἀλκήεις valiant masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκήεσσαν — ἀλκήεις valiant fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • αλκάς — ἀλκάς ( ᾱντος), ο (Α) δωρικός συνηρημένος τύπος αντί ἀλκήεις* …   Dictionary of Greek

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”