- ἀλεξήτειρα
ἀλεξήτειρα, ἡ, Helferin, τέχνη P. Sil. 66 (IX, 764); Abwenderin, Nonn. D. 24, 429 ὀλέϑρου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλεξήτειρα, ἡ, Helferin, τέχνη P. Sil. 66 (IX, 764); Abwenderin, Nonn. D. 24, 429 ὀλέϑρου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλεξήτειρα — one who keeps off fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξήτειραν — ἀλεξήτειρα one who keeps off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek