- ἀ-λείαντος
ἀ-λείαντος, nicht geglättet (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-λείαντος, nicht geglättet (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευλείαντος — εὐλείαντος, ον και εύλέαντος, ον (Α) αυτός που λειοτριβείται, που κονιορτοποιείται ή που συνθλίβεται εύκολα («εὐλείαντος τροφή», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειαντός (< λειαίνω < λείος)] … Dictionary of Greek