ἀλεία

ἀλεία

ἀλεία, , das Umherirren, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλεία — ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc/acc dual ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλεία — ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc/acc dual ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεία — ἁλεία, η (Α) η αλιεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία ὑγεία. ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά] …   Dictionary of Greek

  • ἀλείᾳ — ἀλείᾱͅ , ἀλεία wandering about fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλείᾳ — ἁλείᾱͅ , ἁλεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειά — η [ἁλεία] η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά …   Dictionary of Greek

  • ἁλείας — ἁλείᾱς , ἁλεία fem acc pl ἁλείᾱς , ἁλεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλείαν — ἁλείᾱν , ἁλεία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”