ἀ-θελγής

ἀ-θελγής

ἀ-θελγής, ές, unbesänftigt, Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυροθελγής — λυροθελγής, ές (Α) αυτός που θέλγεται από το άκουσμα τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + θελγής (< θέλγω), πρβλ. παν θελγής, φρενο θελγής] …   Dictionary of Greek

  • φρενοθελγής — ές, ΜΑ θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυρο θελγής, παν θελγής] …   Dictionary of Greek

  • πανθελγής — ές, Α αυτός που τους θέλγει όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θελγής (< θέλγω), πρβλ. πολυ θελγής] …   Dictionary of Greek

  • πολυθελγής — ές, Α πολύ θελκτικός, πολύ μαγευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θελγής (< θέλγω «γοητεύω, μαγεύω»), πρβλ. παν θελγής] …   Dictionary of Greek

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”