- ἀλεξί-μορος
ἀλεξί-μορος, Tod abwehrend, Soph. O. R. 163, τρισσοὶ ϑεοί, Diana, Apollo, Minerva; auch Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλεξί-μορος, Tod abwehrend, Soph. O. R. 163, τρισσοὶ ϑεοί, Diana, Apollo, Minerva; auch Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελεσσίμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει τον θάνατο («τελεσσίμορος ἠώς» η ημέρα τού θανάτου, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + μορος (< μόρος*), πρβλ. ἀλεξί μορος, με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
αλεξίμορος — ἀλεξίμορος, ον (Α) αυτός που απομακρύνει τον θάνατο ή τη συμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω + μόρος «θάνατος, όλεθρος»] … Dictionary of Greek