- ἀλεξί-χορος
ἀλεξί-χορος, Inscr., durch Chortänze schützend, von Herm. richtig in -μορος verwandelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλεξί-χορος, Inscr., durch Chortänze schützend, von Herm. richtig in -μορος verwandelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόχορος — μεσόχορος, ον (ΑM) (για τον κορυφαίο χορού) αυτός που βρίσκεται στο μέσον χορού και τόν οδηγεί 2. αυτός που είναι επικεφαλής κλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. <μεσ(ο) * + χορός (πρβλ. αλεξί χορος, καλλί χορος)] … Dictionary of Greek
τερψίχορος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξί χορος] … Dictionary of Greek
αλεξίχορος — ἀλεξίχορος, ον (Α) (τραγούδι) που βοηθεί ή ευνοεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + χορός] … Dictionary of Greek