ἀοιδός

ἀοιδός

ἀοιδός (ἀείδω), gesangreich, singend, ἀνὴρ ἀοιδός Od. 3, 267; von der Nachtigall ἀοιδὸν ἐοῦσαν Hes. O. 206; ϑεαὶ ἀοιδοί Aesch. Suppl. 676; compar., gesangreicher, Diosc. 20 (XI, 195); Μουσάων ὄρνιϑες ἀοιδότατοι πετεηνῶν Callim. Del. 252; Eur. Hel. 1109 ἀηδὼν ἀοιδοτάτη ὄρνις; vgl. Theocr. 12, 7; δῶρον ἀοιδότατον Leon. Al. 13 (VI, 328). Auch pass., wie Hesych. erkl., περιβόητος, ὀναμαστός; Πέργαμος ἀοιδοτέρη, mehr besungen, Arcesil. 1 (App. 10). Gew. von Hom. an bei Dichtern ὁ ἀοιδός, der Sänger u. Dichter; Od. 8, 481 φῦλον ἀοιδῶν; ἡ ἀοιδός die Sängerin Theocr. 15, 97; die Sphinx σκληρὰ ἀοιδός Soph. O. R. 36 u. Eur. Phoen. 1545, nach Schol. Soph., weil sie ihr Räthsel in Versen aufgab. – Bei Soph. Tr. 996, neben χειροτέχνης ἰατορίας, bezeichnet es den durch Zaubersprüche heilenden, sonst ἐπῳδός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀοιδός — 1 singer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αοιδός — ο, η τραγουδιστής, (συνεκδοχ.) ποιητής: Έλεγαν πως πριν παντρευτεί δούλευε σε κάποιο κέντρο ως αοιδός· «ο τυφλός αοιδός», ο Όμηρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αοιδός — Όνομα που έδιναν στην αρχαιότητα σε επαγγελματίες τραγουδιστές· οι α. αποτελούσαν ξεχωριστή επαγγελματική τάξη (φύλον α.)και ανήκαν στους δημιουργούς, ήταν δηλαδή άνθρωποι σεβαστοί γιατί ήξεραν να κάνουν κάτι. Πολλές πληροφορίες για τους α.… …   Dictionary of Greek

  • ἀοιδότατον — ἀοιδός 2 singer masc acc superl sg ἀοιδός 2 singer neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδοτάτη — ἀοιδός 2 singer fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδοτάτην — ἀοιδός 2 singer fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδοί — ἀοιδός 1 singer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδούς — ἀοιδός 1 singer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδέ — ἀοιδός 1 singer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδόν — ἀοιδός 1 singer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδότατοι — ἀοιδός 2 singer masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”