- ὀλιγ-αῦλαξ
ὀλιγ-αῦλαξ, ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγ-αῦλαξ, ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαύλαξ — ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια 2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὖλαξ, ακος (πρβλ. ολιγ αύλαξ)] … Dictionary of Greek
ολιγαύλαξ — ὀλιγαῡλαξ, ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ αύλαξ)] … Dictionary of Greek