- ὀλιγ-άμπελος
ὀλιγ-άμπελος, mit wenigen Weinstöcken, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγ-άμπελος, mit wenigen Weinstöcken, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυάμπελος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄμπελος (πρβλ. ολιγ άμπελος, ορθ άμπελος)] … Dictionary of Greek
χερσάμπελος — ἡ, Α άγονο, ξερό αμπέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄμπελος (πρβλ. ὀλιγ άμπελος)] … Dictionary of Greek
ολιγάμπελος — ὀλιγάμπελος, ον (Α) αυτός που έχει λίγα αμπέλια («ὀλιγάμπελος νῆσος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄμπελος] … Dictionary of Greek