ὀλιγο-ήμερος

ὀλιγο-ήμερος

ὀλιγο-ήμερος, = ὀλιγήμερος, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυήμερος — η, ο / πολυήμερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερος κόπος» β. «καὶ πολυήμερον ὁδὸν διὰ τῆς ἄνω χώρας ἀγόμενος», Πλούτ.) 2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερη νηστεία» β. «πολυήμερος δυσεντερίη», Ιπποκρ.).… …   Dictionary of Greek

  • μακροήμερος — η, ο (AM μακροήμερος, ον, Α και μακρήμερος, ον) 1. μακρόβιος («ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ) 2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ολιγο ήμερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”