- ὀλιγο-δρανής
ὀλιγο-δρανής, ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-δρανής, ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδρανής — εὐδρανής, ές (Μ) 1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος 2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α δρανής, ολιγο δρανής] … Dictionary of Greek