- περι-κωκύω
περι-κωκύω, rings umher od. sehr heulen; Opp. Hal. 4, 259; Qu. Sm. 3, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κωκύω, rings umher od. sehr heulen; Opp. Hal. 4, 259; Qu. Sm. 3, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικωκύεσκον — περικωκύ̱εσκον , περί κωκύω shriek imperf ind act 3rd pl (epic ionic) περικωκύ̱εσκον , περί κωκύω shriek imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικωκύω — Α (ποιητ. τ.) κλαίω, θρηνώ με κραυγές και ολολυγμούς γύρω από κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωκύω «κραυγάζω με οδύνη, θρηνώ»] … Dictionary of Greek
περιεκωκύετο — περϊεκωκύ̱ετο , περί κωκύω shriek imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικωκύεσκε — περικωκύ̱εσκε , περί κωκύω shriek imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικωκύοντες — περικωκύ̱οντες , περί κωκύω shriek pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικωκύσαντες — περικωκύ̱σαντες , περί κωκύω shriek aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικωκύσαντο — περικωκύ̱σαντο , περί κωκύω shriek aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)