ὀλιγο-χρήματος

ὀλιγο-χρήματος

ὀλιγο-χρήματος, von wenigem Vermögen, Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερχρήματος — ον, Μ πάρα πολύ πλούσιος, ζάπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. ἀπο χρήματος, ὀλιγο χρήματος] …   Dictionary of Greek

  • πολυχρήματος — η, ο / πολυχρήματος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά χρήματα, μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιος αρχ. αυτός που χαρακτηρίζει τον πλούτο, που είναι χαρακτηριστικός τού πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρῆμα, ατος (πρβλ. ολιγο χρήματος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”