ὀλιγο-φραδής

ὀλιγο-φραδής

ὀλιγο-φραδής, ές, wenig denkend, Schol. Pind. Ol. 3, 81.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καινοφραδής — καινοφραδής, ές (Μ) ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φραδής (< φράζω «εκφράζω, λέγω» ή αμάρτυρο *φράδος, το), πρβλ. θεο φραδής ολιγο φραδής] …   Dictionary of Greek

  • ομοφραδής — ὁμοφραδής, ές (Α) 1. αυτός που ομιλεί μαζί ή, κατ άλλους, αυτός που ηχεί με όμοιο τρόπο («ὁμοφραδὴς ἦχος», ΕΜ) 2. σύμφωνος, ομόφωνος, τής ίδιας γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φραδής (< *φράδος < φράζω «μιλώ»), πρβλ. ολιγο φραδής, πολυ… …   Dictionary of Greek

  • κακοφραδής — κακοφραδής, ές (Α) (ποιητ. λ.) 1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο φραδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”