ὀλιγο-σῑτία

ὀλιγο-σῑτία

ὀλιγο-σῑτία, , das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κουφοσιτία — κουφοσιτία, ἡ (Α) το να ζει κάποιος με ελαφρά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σιτία (< σιτῶ < σιτος < σῖτος), πρβλ. ολιγο σιτία, παρα σιτία] …   Dictionary of Greek

  • σπανοσιτία — και σπανισιτία, ἡ, Α έλλειψη σιτηρών και, γενικά, τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + σιτία (< σῖτος), πρβλ. ὀλιγο σιτία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”