- ὀλιγο-σώματος
ὀλιγο-σώματος, mit kleinem Leibe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγο-σώματος, mit kleinem Leibe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλοσώματος — κοιλοσώματος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμα («κύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + σώματος (< σῶμα, τος) πρβλ. λευκο σώματος, ολιγο σώματος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
πολυδεής — ές, Α αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῡ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο δεής] … Dictionary of Greek