- ὀλιγη-πελής
ὀλιγη-πελής, ές, schwach, ohnmächtig, τὠλιγηπελὲς ῥάκος, Crinag. 36 (VII, 380).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγη-πελής, ές, schwach, ohnmächtig, τὠλιγηπελὲς ῥάκος, Crinag. 36 (VII, 380).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπελής — εὐπελής, ές (Α) 1. εύκολος, ελαφρός 2. (δ. ερμ.) πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελής (< πέλομαι «γίνομαι, υφίσταμαι»), πρβλ. ολιγη πελής] … Dictionary of Greek