ὀλιγο-πόνος

ὀλιγο-πόνος

ὀλιγο-πόνος, wenig arbeitend, D. Hal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύπονος — θρασύπονος, ον (Α) ο τολμηρός στην εκτέλεση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + πονος (< πόνος), πρβλ. ολιγό πονος, φιλό πονος] …   Dictionary of Greek

  • πολύπονος — ον, ΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που καταβάλλει πολύ μόχθο, που εργάζεται σκληρά 2. (για πράγμ.) αυτός που απαιτεί πολύ κόπο για την κατασκευή ή τον χειρισμό του. επίρρ... πολυπόνως ΜΑ με πολύ κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόνος (πρβλ. ολιγό πονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”