ὀλιγ-αιμία

ὀλιγ-αιμία

ὀλιγ-αιμία, , geringe Menge des Blutes, Blutmangel, Arist. part. an. 2, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοκυτταραιμία — και ολιγοκυθαιμία, η εἶδος αναιμίας, κατά την οποία το αίμα περιέχει λιγότερα αιμοσφαίρια από το φυσιολογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligocythemia < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + cyt (βλ. λ. κύτταρο ) + αιμία (< αίμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”