- ὀλιγό-δουλος
ὀλιγό-δουλος, wenig Sklaven habend, Strab. XVI, 783.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-δουλος, wenig Sklaven habend, Strab. XVI, 783.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύδουλος — ον, Α αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλούς δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δουλος (< δοῦλος), πρβλ. ολιγό δουλος] … Dictionary of Greek