- ὀλιγό-γονος
ὀλιγό-γονος, wenig hervorbringend, unfruchtbar; Her. 3, 108; Arist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-γονος, wenig hervorbringend, unfruchtbar; Her. 3, 108; Arist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύγονος — η, ο / πολύγονος, ον, ΝΜΑ, και πολυγόνος, ο Ν, και επικ. τ. πουλύγονος, Α 1. αυτός που γεννά πολλά τέκνα, πολλούς απογόνους 2. αυτός που γεννά πολλές φορές, που γεννά συχνά 3. γόνιμος αρχ. 1. (για τον Νείλο) αυτός που γονιμοποιεί τα εδάφη… … Dictionary of Greek
περισσογονία — ἡ, Α η παραγωγή, η δημιουργία περιττών αριθμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + γονία (< γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ολιγο γονία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek