- ὀλιγό-καρπος
ὀλιγό-καρπος, mit wenigen Früchten, D. H. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-καρπος, mit wenigen Früchten, D. H. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαγιόκαρπος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει καρπό στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καρπός (πρβλ. λεπτό καρπος, ολιγό καρπος)] … Dictionary of Greek
πολύκαρπος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σμύρνης. Ήταν μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Επίσκοπος Σμύρνης έγινε στο δεύτερο μισό της βασιλείας του Τραϊανού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, όταν ήταν ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος. Έχει… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek