- ὀλιγό-τεκνος
ὀλιγό-τεκνος, = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-τεκνος, = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίτεκνος — η, ο (AM καλλίτεκνος, ον) αυτός που έχει καλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. κρεισσό τεκνος, ολιγό τεκνος] … Dictionary of Greek