- περι-κτίται
περι-κτίται, οἱ, = Vorigem, Od. 11, 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κτίται, οἱ, = Vorigem, Od. 11, 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικτίται — οἱ, Α (επικ. τ.) περικτίονες*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κτίται (< κτίζω). Ο τ. εμφανίζει επίθημα * tā και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pari ksit «αυτός που κατοικεί τριγύρω» (βλ. λ. κτίζω)] … Dictionary of Greek