- περι-κτείνω
περι-κτείνω (s. κτείνω), rings umher, dabei, daneben tödten, Il. 4, 538. 12, 245, bei Wolf getrennt περὶ κτείνοντο geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κτείνω (s. κτείνω), rings umher, dabei, daneben tödten, Il. 4, 538. 12, 245, bei Wolf getrennt περὶ κτείνοντο geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικτεινώμεθα — περί κτείνω kill aor subj mid 1st pl περί κτείνω kill pres subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικτείνοντο — περί κτείνω kill imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικτείνομαι — Α (επικ. τ.) φονεύομαι γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κτείνω «σκοτώνω»] … Dictionary of Greek
πνευματοκτόνος — ον, Ν αυτός που σκοτώνει το πνεύμα, ο καταστροφικός για την πνευματική υγεία ενός ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + κτόνος (< κτείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 σε έκθεση διαγωνίσματος περί παιδείας] … Dictionary of Greek