- ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτοριδεύς ὁ, junger Hahn, Ael. H. A. 7, 47, wo von Valken. -ιδέας für -ίδας geändert ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλεκτοριδεύς ὁ, junger Hahn, Ael. H. A. 7, 47, wo von Valken. -ιδέας für -ίδας geändert ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλεκτοριδεύς — ἀλεκτοριδεύς έως, ο (Α) [ἀλέκτωρ] μικρός αλέκτωρ ή μικρή αλεκτορίς, κοκοράκι, πουλάδα … Dictionary of Greek
ἀλεκτοριδεῖς — ἀλεκτοριδεύς chicken masc acc pl ἀλεκτοριδεύς chicken masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
ἀλεκτοριδέας — ἀλεκτοριδέᾱς , ἀλεκτοριδεύς chicken masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)