- περι-εσθίω
περι-εσθίω (s. ἐσϑίω), herum benagen, Luc. Lexiph. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-εσθίω (s. ἐσϑίω), herum benagen, Luc. Lexiph. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιεσθίω — Α 1. τρώω ή δαγκώνω κάτι γύρω γύρω («περιεσθίων τὸ σκληρὸν τῆς μαλάχης φύλλον», Λουκιαν.) 2. φθείρω κάτι γύρω γύρω («διὰ τὸν χρόνον τοῡ ἰοῡ περιφαγόντος τὸ ἀσθενὲς τοῡ σιδήρου», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐσθίω «τρώω»] … Dictionary of Greek
περιέδω — Α περιεσθίω, τρώω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔδω «εσθίω, καταναλώνω»] … Dictionary of Greek