ἀλκυονίδες

ἀλκυονίδες

ἀλκυονίδες, αἱ, att. ἁλκ., sc. ἡμέραι, die vierzehn Wintertage, während welcher der Eisvogel sein Nest baut, um welche Zeit das Meer ohne Stürme ist, Ar. Av. 1594, daher Symbol tiefer Ruhe; vgl. Arist. H. A. 5; Alciphr. 1, 1 u. Schol. Ar. Ran. 1305, wo sie ἁλκυονίτιδες ἡμέραι heißen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁλκυονίδες — ἀλκυονίδες , ἀλκυονίδες winter days during which the halcyon builds fem nom/voc pl ἀλκυονίδες , ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκυονίδες — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυονίδες — winter days during which the halcyon builds fem nom/voc pl ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκυονίδες — (alcedinidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος. Τα φτερά τους έχουν ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12 έως 42… …   Dictionary of Greek

  • αλκυονίδες μέρες — αλκυονίδες μέρες, οι οι καλοκαιριάτικες μέρες που συχνά παρατηρούνται κατά τον Ιανουάριο, εφτά πριν από το χειμερινό ηλιοστάσιο και εφτά ύστερα απ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… …   Dictionary of Greek

  • Αλκυονίδες νήσοι — Τέσσερα μικρά νησιά στην Αλκυονίδα θάλασσα, που αποτελεί τμήμα του Κορινθιακού κόλπου. Τα νησιά αυτά είναι ακατοίκητα και αποτελούν συστάδα δύο ζευγαριών νησιών· η μία από αυτές αποτελείται από τα νησιά Δασκαλιό και Ζωοδόχος Πηγή και η άλλη από… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλκυονίδας — Ἀλκυονίδες fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυονίδας — ἀλκυονίδες winter days during which the halcyon builds fem acc pl ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκυονίδων — Ἀλκυονίδες fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυονίδων — ἀλκυονίδες winter days during which the halcyon builds fem gen pl ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”