ἀλκτήρ

ἀλκτήρ

ἀλκτήρ, ῆρος, ὁ, Abwehrer, Hom. fünfmal, stets an derselben Stelle des Verses, Iliad. 18, 213 αἴ κέν πως σὺν νηυσὶν ἀρῆς ἀλκτῆρες ἵκωνται, nach Didym. Scholl. Aristarch Ἄρεω; 14, 485 τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσϑαι, v. l. Ἄρεως; 18, 100 ὁ μὲν μάλα τηλόϑι πάτρης ἔφϑιτ', ἐμεῖο δὲ δῆσεν ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσϑαι, v. l. Ἄρεως, Ἄρεω, Ἄρεος, nach Didym. Scholl. Aristarch Ἄρεω; Od. 14, 531. 21, 340 εἵλετο (δώσω) δ' ὀξὺν ἄκοντα κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν;Hes. Th. 657 u. öfter; νούσων, Aesculap, Pind. P. 3, 7; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλκτήρ — ἀλκτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αποκρούει, απομακρύνει, αποσοβεί, προστατεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άλαλκε. ΠΑΡ. αρχ. ἀλκτήριος] …   Dictionary of Greek

  • ἀλκτήρ — one who wards off masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκτῆρα — ἀλκτήρ one who wards off masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκτῆρας — ἀλκτήρ one who wards off masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκτῆρες — ἀλκτήρ one who wards off masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • αλκτήριος — ἀλκτήριος, ον (Α) [ἀλκτήρ] 1. βοηθητικός, ανακουφιστικός, θεραπευτικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ἀλκτήριον φάρμακο, αντίδοτο, αντιφάρμακο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”