- ἀλιτηρός
ἀλιτηρός, = ἀλιτήριος, Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 φρήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλιτηρός, = ἀλιτήριος, Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 φρήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιτηρός — ἀλιτηρός, όν (Α) [ἀλιταίνω] ο ἀλιτήριος* … Dictionary of Greek
ἀλιτηρός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτηροῦ — ἀλιτηρός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… … Dictionary of Greek
αλοιτηρός — ἀλοιτηρός, ά, όν (Α) [ἀλοίτης] ο αλιτηρός* … Dictionary of Greek