ὀλεσί-θηρος

ὀλεσί-θηρος

ὀλεσί-θηρος, das Thier verderbend, tödtend, ὃν (δράκοντα) Κάδμος ὤλεσε μαρμάρῳ κρᾶτα φόνιον ὀλεσίϑηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς, Eur. Phoen. 664. S. aber das vorige Wort.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολεσίθηρ — ὀλεσίθηρ, ῆρος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Κάδμο) αυτός που εξολοθρεύει, που φονεύει τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + θήρ, θηρός, πρβλ. μιξό θηρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”