- ὀλεσί-πτολις
ὀλεσί-πτολις, Städte zerstörend, Tryphiod. 453. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλεσί-πτολις, Städte zerstörend, Tryphiod. 453. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολεσίπτολις — ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. τής λ. πόλις] … Dictionary of Greek