ὀλισθαίνω

ὀλισθαίνω

ὀλισθαίνω od. ὀλισθάνω, welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισϑήσω, aor. ὤλισϑον, selten u. erst bei Sp. ὠλίσϑησα, vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσϑηκα; – ausgleiten, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνϑ' Αἴας μὲν ὄλισϑε ϑέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισϑε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so νηός, Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισϑοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισϑάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισϑάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα, Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισϑεῖν ἐπ' ἰσχίον, Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισϑεύω und ὀλισϑέω, als praes., = ὀλισϑαίνω, sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete ὄλισϑος führt wahrscheinlich auf den Stamm λεῖος, λίσπος zurück.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολισθαίνω — ολισθαίνω, ολίσθησα βλ. πίν. 50 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… …   Dictionary of Greek

  • ὀλισθαίνω — ὀλισθάνω slip pres subj act 1st sg ὀλισθάνω slip pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενολισθαίνω — ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) [ολισθαίνω] (για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.) αρχ. πέφτω… …   Dictionary of Greek

  • παρολισθάνω — και παρολισθαίνω Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια 2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω 3. σφάλλω, κάνω σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλισθαίνω / άνω «γλυστρώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπολισθάνω — ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.) αρχ. γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»] …   Dictionary of Greek

  • поползаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἀπολισθαίνω) поскальзываюсь, ускользаю, уклоняюсь; (ὀλισθαίνω) …   Словарь церковнославянского языка

  • απολισθάνω — ἀπολισθάνω κ. λισθαίνω (Α) [ολισθάνω / ολισθαίνω] 1. γλιστρώ μακριά 2. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. απομακρύνομαι 4. χαλαρώνω τους δεσμούς φιλίας με κάποιον 5. φρ. «ἀπολισθάνω τοῡ ῥ» δεν προφέρω καθαρά τον φθόγγο ρ …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …   Dictionary of Greek

  • βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”