- ὀλεσι-αυλο-κάλαμος
ὀλεσι-αυλο-κάλαμος, der die Rohrflöten verdirbt, Pratinas bei Ath. XIV, 817 e; nach Bergk's conj. ὀλεσισιαλοκάλαμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλεσι-αυλο-κάλαμος, der die Rohrflöten verdirbt, Pratinas bei Ath. XIV, 817 e; nach Bergk's conj. ὀλεσισιαλοκάλαμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολεσισιαλοκάλαμος — ὀλεσισιαλοκάλαμος, ον (Α) (για αυλό) αυτός που είναι κατασκευασμένος από καλάμι και εξαντλεί το σάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» + σίαλον + κάλαμος] … Dictionary of Greek