ἀλεστής

ἀλεστής

ἀλεστής, , der Müller, Ioseph., dub.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλεστής — ο 1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς 2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός] …   Dictionary of Greek

  • αλεστικός — ή, ό (Μ ἀλεστικός, ή, όν) [αλεστής] 1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή») 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή τού μυλωνά …   Dictionary of Greek

  • κεγχραλέτης — κεγχραλέτης, ὁ (Α) αυτός που αλέθει κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + άλέτης «αλεστής» (< ἀλῶ «αλέθω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”