- περι-κράνιον
περι-κράνιον, τό, Kopfkissen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κράνιον, τό, Kopfkissen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικράνιος — α ο / περικράνιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περικράνιο το περιόστεο που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια τού κρανίου αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από το κεφάλι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περικράνιον το μαξιλάρι, το προσκεφάλι 3. φρ.… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
κοχλιόκρανο — το η κεφαλή τού κοχλία, τής βίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κρανον (< αμάρτυρο *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον, ωλέ κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
μελαγκράνινος — μελαγκράνινος, ον ή μελαγκράνιος, ον (Α) πλεγμένος από μελαγκρανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κράνινος και κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περι κράνιος] … Dictionary of Greek
ποτίκρανον — τὸ, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κρανον (< *κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον] … Dictionary of Greek