- ἀ-θαρσής
ἀ-θαρσής, ές, muthlos, Plut. Cic. 35; τὸ ἀϑ., Verzagtheit, Nic. 4. – Adv. Plut. Pomp. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θαρσής, ές, muthlos, Plut. Cic. 35; τὸ ἀϑ., Verzagtheit, Nic. 4. – Adv. Plut. Pomp. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαρσῆς — θαρσέω to be of good courage pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσῇς — θαρσέω to be of good courage pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
θεοθαρσής — θεοθαρσής, ές (Μ) αυτός που έχει εμπιστοσύνη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. α θαρσής, κυνο θαρσής] … Dictionary of Greek
κυνοθαρσής — ή κυνοθρασής, ές (Α) θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ θαρσής λυκο θαρσής] … Dictionary of Greek
λυκοθαρσής — και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, ές (Α) τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυ θαρσής, κυνο θαρσής] … Dictionary of Greek
μεγαθαρσής — μεγαθαρσής, ές (Α) πολύ θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνο θαρσής, πολυ θαρσής] … Dictionary of Greek
πανθαρσής — ές, Α εξαιρετικά θαρραλέος, πολύ γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. πολυ θαρσής] … Dictionary of Greek
περιθαρσής — ές, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευ θαρσής] … Dictionary of Greek
πολυθαρσής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.) 2. θαρραλέος, γενναίος 3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαρσής (< θάρσος,… … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek