- περι-κράζω
περι-κράζω (s. κράζω), herumkrächzen, Opp. Ix. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κράζω (s. κράζω), herumkrächzen, Opp. Ix. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικλάζω — Α κράζω, θορυβώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλάζω «παράγω ήχο διαπεραστικό, κράζω»] … Dictionary of Greek
περικλώζομαι — Μ αποδοκιμάζομαι έντονα από το σύνολο τών θεατών με κραυγές, γιουχαΐζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλώζω «κράζω, βγάζω ήχους προς αποδοκιμασία»] … Dictionary of Greek
περικοκκύζω — Α φωνάζω γύρω από κάποιον σαν κούκος, δηλ. περιπαίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κοκκύζω «κράζω»] … Dictionary of Greek
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek