ἀ-θόλωτος

ἀ-θόλωτος

ἀ-θόλωτος, ungetrübt, κρήνη Hes. O. 597; αὔρα Luc. Tragop. 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θολωτός — ή, ό (ΑΜ θολωτός, ή, όν) [θόλος] 1. αυτός που έχει θόλο 2. θολοειδής, αψιδωτός …   Dictionary of Greek

  • θολωτός — ή, ό αυτός που έχει θόλο ή είναι κατασκευασμένος σε σχήμα θόλου: Θολωτή οροφή. – Θολωτοί τάφοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θολωτόν — θολωτός built like a masc acc sg θολωτός built like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολωτῷ — θολωτός built like a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… …   Dictionary of Greek

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • πολυθόλωτος — η, ο, Ν αυτός που έχει πολλούς θόλους («πολυθόλωτη εκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θολωτός (< θόλος), πρβλ. σταυρο θόλωτος] …   Dictionary of Greek

  • νεκρική τέχνη — Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”