ὀθόνη

ὀθόνη

ὀθόνη, , seine, weiße Leinwand, u. daraus gemachte seine, leichte Kleider der Frauen; ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀϑόνῃσιν, Il. 3, 141; αἱ μὲν λεπτὰς ὀϑόνας ἔχον, 18, 595; καιροσέων δ' ὀϑονέων, Od. 7, 107, s. καιροσέων; für »Segel« steht es im plur. Satyr. 5 (X, 5), wie νεῶν Mel. 80 (XII, 53); auch Luc. oft, ὁ ἄνεμος ἐμπίπτων τῇ ὀϑόνῃ Iov. Trag. 46, Segel, wie V. H. 2, 38, u. öfter für seine Leinwand, Gewand, ἐσταλμένος ταῖς ὀϑόναις γελοίως Mort. D. 3, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀθόνη — fine linen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόνῃ — ὀθόνη fine linen fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …   Dictionary of Greek

  • οθόνη — η 1. ύφασμα βαμβακερό λεπτό, σεντόνι. 2. καραβόπανο. 3. το πανί όπου προβάλλεται η κινηματογραφική ταινία: Κινηματογραφική οθόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀθόναι — ὀθόνη fine linen fem nom/voc pl ὀθόνᾱͅ , ὀθόνη fine linen fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονέων — ὀθόνη fine linen fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθονῶν — ὀθόνη fine linen fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόναις — ὀθόνη fine linen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόναισι — ὀθόνη fine linen fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόνην — ὀθόνη fine linen fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀθόνης — ὀθόνη fine linen fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”