- ἀλωπέκ-ουρος
ἀλωπέκ-ουρος, ἡ, Fuchsschwanz, Theophr., Lagurus cylindricus, Linn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλωπέκ-ουρος, ἡ, Fuchsschwanz, Theophr., Lagurus cylindricus, Linn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… … Dictionary of Greek