- ἀλωπέκειος
ἀλωπέκειος, vom Fuchs, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλωπέκειος, vom Fuchs, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλωπέκειος — ἀλωπέκειος, εία, ειον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην αλεπού ή προέρχεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ειος] … Dictionary of Greek
ἀλωπεκέων — ἀλωπέκειος of a fox fem gen pl (epic) ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen pl (epic) ἀλωπέκειος of a fox fem gen pl (ionic) ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκέως — ἀλωπέκειος of a fox adverbial (epic doric ionic aeolic) ἀλωπέκειος of a fox masc acc pl (doric) ἀλωπέκειος of a fox adverbial (ionic) ἀλωπέκειος of a fox masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῆ — ἀλωπέκειος of a fox neut nom/voc/acc pl (attic epic) ἀλωπέκειος of a fox fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῶν — ἀλωπέκειος of a fox fem gen pl (attic epic) ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπέκειον — ἀλωπέκειος of a fox masc acc sg ἀλωπέκειος of a fox neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκείου — ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκείῳ — ἀλωπέκειος of a fox masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκᾶς — ἀλωπέκειος of a fox fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῆν — ἀλωπέκειος of a fox fem acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῆς — ἀλωπέκειος of a fox fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)