ἀλωπεκέη

ἀλωπεκέη

ἀλωπεκέη, zusammengezogen ἀλωπεκῆ, ἡ, der Fuchsbalg, Her. 7, 75; Plut. Lys. 7; Polyaen. 2, 1, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”