ἀλωπός

ἀλωπός

ἀλωπός, Soph. frg. 242. 276 bei Hesych., der es ἀλωπεκώδης, πανοῦργος erkl. Bei Ignat. ep. 9 = ἀλώπηξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλωπός — ἀλωπός, ή, όν (Α) 1. ως επίθ. όμοιος με αλεπού, πανούργος 2. ως ουσ. η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλώπηξ, συντετμημένος τ. αντί *ἀλωπεκός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεπός. ΣΥΝΘ. μσν. ἀλωπόχρους] …   Dictionary of Greek

  • ἀλωπός — fox coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωποί — ἀλωπός fox coloured masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπούς — ἀλωπός fox coloured masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπόν — ἀλωπός fox coloured masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • αλεπός — και αλουπός, ο η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀλωπός «όμοιος με αλεπού» η λ. ως ουσιαστ.. με τη σημασία «αλεπού», απαντά ήδη στον Ηρωδιανό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπας, αλέπι, αλεποσύνη] …   Dictionary of Greek

  • αλωπόχρους — ἀλωπόχρους, ουν (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τής αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπός + χρους < χροος < χρὼς «χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • u̯l̥p-, lup- (*su̯ilkʷ-) —     u̯l̥p , lup (*su̯ilkʷ )     English meaning: a kind of carnivore (fox, wolf)     Deutsche Übersetzung: in Raubtierbezeichnungen, especially from dem Hundegeschlecht (Fuchs, Schakal, Wolf)     Note: Root u̯l̥p , lup (*su̯ilkʷ ): “a kind of… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”