ἀλφάδιον

ἀλφάδιον

ἀλφάδιον, τό, = ἄλφα, Winkelmaaß, von der Gestalt, Eustrat. comm. Arist. Eth. 6, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλφάδι — το (Μ ἀλφάδιον) γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. άδι* η ονομασία τού οργάνου οφείλεται στο σχήμα του. ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”