- ἀλφηστήρ
ἀλφηστήρ, ὁ, orac. Sib., = Folg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλφηστήρ, ὁ, orac. Sib., = Folg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… … Dictionary of Greek