- ἀλφιτήριον
ἀλφιτήριον ἀγγεῖον, Gerstengraupengefäß, Antiphan. bei Poll. 10, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλφιτήριον ἀγγεῖον, Gerstengraupengefäß, Antiphan. bei Poll. 10, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλφιτήριον — ἀλφιτήριον, το (Α) δοχείο, μέσα στο οποίο φυλάσσονται άλφιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. *ἀλφιτὴρ ή *ἀλφιτὴς και κατάλ. (τηρ)ιον ή και απευθείας από το άλφι] … Dictionary of Greek
COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et … Hofmann J. Lexicon universale