- ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεῖον, τό, Gerstengraupenmühle, Poll. 7, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλφιτεῖον, τό, Gerstengraupenmühle, Poll. 7, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλφιτείον — ἀλφιτεῑον, το (Α) [ἀλφιτεύω] αλευρόμυλος … Dictionary of Greek
ἀλφιτεῖον — mill for grinding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτεῖα — ἀλφιτεῖον mill for grinding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφιτείοις — ἀλφιτεῖον mill for grinding neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφιτεύω — ἀλφιτεύω (Α) αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον] … Dictionary of Greek