περι-εργάζομαι

περι-εργάζομαι

περι-εργάζομαι (s. ἐργάζομαι), Etwas mit Umsicht, Sorgfalt, Mühe thun, bes. Etwas mit Mühe betreiben, das der Mühe nicht werth ist, Nebendinge, unnütze, überhaupt solche Dinge treiben, um die man sich nicht bekümmern sollte, Her. 2, 15; τῷ ϑυλάκῳ περιειργάσϑαι, mit dem Sacke, dem Vorzeigen desselben hätten sie etwas Ueberflüssiges gethan, 3, 46, εἰ μή τι καινὸν περιειργάζετο, Ar. Eccl. 220, Σωκράτης περιεργάζεται ζητῶν τὰ ὑπὸ γῆς, Plat. Apol. 19 b; περιεργαστέον, ich muß noch mehr thun, Antiph. 2 δ 3, auf das vorangehende ἐμὲ δὲ προςῆκεν οὐδὲν ἄλλο ἢ ἀπολογηϑῆναι bezüglich; auch sich um fremde Angelegenheiten neugierig kümmern, εἰ δὲ σεσυκοφάντηκας, οὐ περιεργαζόμεϑα, Dem. 32, 28, öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν, sich in die italischen Angelegenheiten mengen, Pol. 18, 34, 2; Luc. Herod. 6; πλέον οὐδὲν αὐτῷ περιείργασται, pass., Ael. V. H. 2, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • επιταλαιπωρώ — ἐπιταλαιπωρῶ, έω (Α) 1. υποφέρω επί πλέον, υφίσταμαι κι άλλες ταλαιπωρίες («περὶ δὲ τῶν ἔπειτα μελλόντων τοῑς παροῡσι βοηθοῡντας χρὴ ἐπιταλαιπωρεῑν», Θουκ.) 2. κοπιάζω για κάτι («πρὸς πολιτικοῑς ἐπιταλαιπωροῡντας», Πλάτ.) 3. εργάζομαι επί πλέον,… …   Dictionary of Greek

  • ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”